- υπερπαχύνομαι
- ὑπερπαχύνομαι ΝΜΑ [παχύνω]είμαι ή γίνομαι υπέρμετρα παχύς, παραπαχαίνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑπερπαχυνθεῖσιν — ὑπερπαχύνομαι to be aor part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπαχυνθῇ — ὑπερπαχύνομαι to be aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπερπαχυνθῶσιν — ὑπερπαχύνομαι to be aor subj mp 3rd pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)